- αίθουσα
- I
Δωμάτιο που χρησιμεύει για την υποδοχή των ξένων· δωμάτιο συνεδριάσεων, διαλέξεων, συναυλιών κλπ. Στην αρχαία Ελλάδα α. ήταν η στοά που την έβλεπε ο ήλιος και φωτιζόταν από αυτόν, σε αντίθεση με τα δωμάτια που, την εποχή του Ομήρου, δεν είχαν παράθυρα. Αργότερα, α. σημαίνει το δωμάτιο που βρίσκεται πλάι στην αυλή και βλέπει προς αυτήν.(Ανατ.) Ο κοίλος χώρος του αφτιού που βρίσκεται μεταξύ του πυθμένα του έσω ακουστικού πόρου και του τοιχώματος της κοιλότητας του τύμπανου στη λιθοειδή μοίρα του κροταφικού οστού. Στο πάνω τοίχωμα της α. του αφτιού βρίσκονται τα τέσσερα στόμια των ημικυκλικών σωληναρίων, ενώ στο πίσω τοίχωμα απολήγει το οριζόντιο ημικυκλικό σωληνάριο. Η μπροστινή επιφάνεια συνάπτεται μετο στόμιο του κοχλία και η εξωτερική εμφανίζει τα εντυπώματα της ωοειδούς και της στρογγυλής θυρίδας. Η πρώτη φράζεται από τη βάση του αναβολέα (μικρό οστό του μέσου αφτιού) και η δεύτερη από το περιόστεο. Στο εσωτερικό τοίχωμα υπάρχουν δύο εντυπώματα, το μπροστινό σφαιρικό και το πίσω ελλειπτικό, όπου βρίσκονται τα κυστίδια του υμενώδη λαβύρινθου και τα οποία συγκοινωνούν μεταξύ τους με έναν μικρό πόρο, τον λεγόμενο ενδολεμφικό.(Αρχαιολ.) Τη λέξη α. συναντάμε στον Όμηρο σε αναφορά με δύο είδη α. των βασιλικών ανακτόρων: την α. αυλής που σχηματιζόταν από στοές κιόνων που περιέβαλαν τη μεγάλη τετράγωνη αυλή του ανακτόρου και την α. δώματος, που ήταν ένα είδος ανοιχτής στοάς, με δύο κολόνες και δύο παραστάδες και αποτελούσε τον προθάλαμο του κυρίως ανακτόρου που υψωνόταν πίσω από αυτή. Οι α. των αρχαίων ήταν ανοιχτές στον ήλιο και γι’ αυτό αργότερα κάθε φωτεινό δωμάτιο επικράτησε να ονομάζεται α.II(αethusa). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των σκιαδοφόρων. Το μοναδικό ιθαγενές είδος της Ευρώπης, της δυτικής Ασίας και της βόρειας Αφρικής είναι η α. η κυνάπιος, η οποία είναι μονοετής πόα. Ο βλαστός της είναι λείος, τα φύλλα είναι πτερωτά με φυλλάρια ωοειδή και λογχοειδή. Ο καρπός είναι ωοειδής και λείος. Η α. είναι φυτό δηλητηριώδες, γιατί περιέχει την τοξική αλκαλοειδή ουσία κυναπίνη. Επειδή μοιάζει πολύ με τον μαϊντανό, πρέπει να δίνεται προσοχή στη διάκριση των δύο φυτών. Σε περίπτωση δηλητηρίασης πρακτικό αντίδοτο θεωρείται το ξινόγαλο.* * *η (Α αἴθουσα)νεοελλ.1. ευρύχωρο δωμάτιο υποδοχής, σάλα2. στεγασμένος χώρος για πολυπληθείς συγκεντρώσειςαρχ.υπόστεγο, στοά τής ομηρικής κατοικίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αίθουσα (ενν. στοά), μετχ. τού ρ. αἴθω «καίω». Αρχικά σήμαινε (κατά τον Chantraine) «έναν εξωτερικό χώρο (στοά) τού σπιτιού, όπου θ' άναβαν φωτιά» μάλλον παρά «το μέρος τού σπιτιού (στοά τής αυλής) το εκτεθειμένο στον ήλιο, το στραμμένο προς την ανατολή», που είναι η συνήθης ετυμολογία τής λ.].
Dictionary of Greek. 2013.